- ἐξαπλωμένα
- ἐξαπλωμένᾱ , ἐξαπλόωunfoldpres part mp fem nom/voc/acc dual (doric aeolic)ἐξαπλωμένᾱ , ἐξαπλόωunfoldpres part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοκάλι — Κοινή ονομασία ειδών ψαριών της οικογένειας των καρανγίδων, της τάξης των περκόμορφων οστεϊχθύων. Είναι εξαπλωμένα σε όλες τις θάλασσες της Γης και εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύγεστη σάρκα τους. Το μέγεθός τους ποικίλλει. Τα είδη και υποείδη… … Dictionary of Greek
κρητιδικό — Η πιο πρόσφατη περίοδος του μεσοζωικού αιώνα. Η ονομασία της προέρχεται από την κρητίδα, τη γνωστή κιμωλία, πέτρωμα μαλακό, ασβεστολιθικό και σχεδόν λευκό, που αποτέθηκε κατά το τέλος του κ. σε εκτεταμένες ζώνες της βορειοανατολικής Ευρώπης (για… … Dictionary of Greek
κροκαλοπαγές — Ιζηματογενές πέτρωμα, στον σχηματισμό του οποίου συμμετέχουν χονδρόκοκκα αποστρογγυλωμένα θραύσματα προϋπαρχόντων πετρωμάτων, βυθισμένα σε ένα υλικό πιο λεπτόκοκκο. Αν τα θραύσματα αυτά είναι γωνιώδη, με ζωηρές ακμές, τότε το πέτρωμα αυτό… … Dictionary of Greek
Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… … Dictionary of Greek